- πρωτόκλιτος
- -η, -ο(γραμμ.), αυτός που ανήκει στην πρώτη από τις τρεις κλίσεις των (αρχαίων) ονομάτων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρωτόκλιτος — η, ο / πρωτόκλιτος, ον, ΝΜ νεοελλ. γραμμ. α) αυτός που κλίνεται σύμφωνα με την πρώτη κλίση β) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πρωτόκλιτα τα ονόματα τα οποία, σύμφωνα με τον παραδοσιακό τρόπο κατηγοριοποίησης τής κλίσης τών ονομάτων, κυρίως τής αρχαίας … Dictionary of Greek
πρωτοκλισία — ἡ, ΜΑ η πρώτη τιμητική θέση σε δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. πρωτόκλιτος] … Dictionary of Greek